-
1 προσβολής
-
2 προσβολῆς
-
3 προσβολή
A application, e.g. of the touchstone, A. Ag. 391 (lyr., pl.); ἡ τῆς σικύας π. Arist.Rh. 1405b3;ἡ π. τῶν ὀμμάτων πρός τι Pl.Tht. 153e
; φίλιαι π. προσώπων, of kisses, E.Supp. 1138 (lyr.): abs., kiss, embrace, Id.Med. 1074; τῆς γλώττης προσβολαί, opp. συμβολαὶ τῶν χειλῶν, Arist.PA 660a6; ἄνευ προσβολῆς (sc. τῆς γλώττης ) pronounced without applying the tongue to the teeth, etc., Id.Po. 1456b26: metaph.,π. τῆς φαντασίας Stoic.2.33
: abs., of an act of intuition, Porph.Sent.43, Plot.2.9.1, 3.8.10, al.2 in an auction, document recording the knocking down of a lot to a purchaser, PEleph.23.17 (iii B.C.), PTeb.814.28 (iii B.C.).II (from intr. sense) falling upon, attack, assault (expld. by Hsch. as τῶν ἀθλητῶν ἡ συναφὴ καὶ κατοχή), π. Ἀχαιίς A.Th.28
;προσβολὴν ποιέεσθαι πέριξ τὸ τεῖχος Hdt.3.158
: pl., Id.4.128, Th.2.4, 5.61, X.HG 1.3.14, etc.; ;προσβολῆς γινομένης πρὸς τὸ τεῖχος Hdt.6.101
;τὰς π. ἀποκρούεσθαι Id.4.200
;προσβολαὶ ἱππέων Th.3.1
, cf. X.An.3.4.2; π. sudden attacks, opp. ξυσταδὸν μάχαι, Th.7.81; ἐκ προσβολῆς at the first assault, Philostr.Her.19.3; ἀντιφραττόμενοι ταῖς π. SIG780.19 (Epist.Augusti, i B.C.).2 generally, attack, visitation,προσβολαὶ Ἐρινύων A.Ch. 283
;μιασμάτοιν Id.Eu. 600
; (with allusion to the stench striking one's nose, cf.προσβάλλω 1.3
);προσβολαὶ κακαί E.El. 829
;ἐκ θεοῦ προσβολῆς ἐμηνάμην Id.Cret.9
;π. θεῖαι Antipho 3.3.8
;πυρὸς ἢ χειμῶνος προσβολῇ Pl.Lg. 865b
; attack, fit of disease, Dsc. 5.113;π. δεισιδαιμονίας Plu.2.43d
: but, beat of pulse, Ruf.Syn.Puls. 7.5.3 without hostile sense, impact of sound, βραδεῖα μὲν γὰρ ἐν λόγοισι π. μόλις δι' ὠτὸς ἔρχεται ῥυπωμένου, i.e. impressions through an old man's ears are slow, S.Fr. 858; contact,π. καὶ ἐπαφή Stoic.2.123
;τοῦ ἡλίου αἱ π. αἱ πρῶται Ael.NA14.23
.4 means of approaching, approach,παρέχειν π. καὶ ἐπαφήν Pl.Sph. 246a
; προσβολὰς ἀφράστους ἔχειν, of a place, Plu.Caes.53; π. ἔχειν τῆς Σικελίας to afford a means of entering Sicily, Th.4.1; ἡ τοῦ στομάχου π. Arist.HA 507b3; οὔσης.. τραχείας τῆς π. Plb.3.51.4; of ships, landing-place, harbour, place to touch at, ὁλκάδων π. Th.4.53; of a place, ἐν προσβολῇ εἶναι τῆς Σικελίας to be a port of call on the voyage to Sicily, Id.6.48; meeting-point, Pl.Ti. 36c.5 Rhet., in pl., approaches to a subject, ject, Philostr.VS1.9.1.III (from [voice] Pass.) that which is put upon a weapon or tool, iron point, D.C.38.49 (pl.), Phryn.PSp.100 B. (nisi leg. προβολή).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσβολή
-
4 δαιέλιξι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δαιέλιξι
-
5 διασημαίνω
2 approve, D.S.19.15.3 signify, Str.17.1.6, Plu.Dem.19.III intr., show its symptoms, appear, Hp.Aph.6.41.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διασημαίνω
-
6 κατάρχω
A make beginning of a thing, c.gen., τίνες κατῆρξαν.. μάχης; A.Pers. 351; ὁδοῦ κατάρχειν lead the way, S.OC 1019;δεινοῦ λόγου Id.Tr. 1135
;λόγων Χρησίμων Ar.Lys. 638
, cf. Pl.Prt. 351e, etc.;τραυμάτων Ascl.Tact.7.1
; τὸ κατάρχον αἰσθήσεως, τῆς κινήσεως, the source of perception, of motion, Gal. 5.588: rarely c. acc., begin a thing,θαυμαστόν τινα λόγον Pl.Euthd. 283b
: c. part., begin doing, X.Cyr.1.4.4, 4.5.58: abs., Pl.Smp. 177e, Arist.Mu. 399a15.2 θανόντα δεσπόταν γόοις κατάρξω I will lead the dirge over.., E.Andr. 1199 (lyr., with reference to the religious sense, infr. 11.2).II [voice] Med., begin, like [voice] Act., c. gen.,ἐχθρᾶς ἡμέρας κατάρχεται Id.Ph. 540
;τοῖς κατηργμένοις τῆς πορείας Pl.Phdr. 256d
;κ. τῆς προσβολῆς Plb.2.67.1
;τοῦ λόγου Plu.2.151e
: c. acc., κ. νόμον, στεναγμόν, E.Hec. 685 (s. v. l.), Or. 960 (both lyr.): abs., κατάρχεται μέλος is beginning, Id.HF 750 (lyr.), cf. 891 (lyr.);τὸ -άρξασθαι Ael. Tact.17
.2 in religious sense, begin the sacrificial ceremonies, once in Hom., began [the sacrifice] with the washing of hands and sprinkling the barley on the victim's head, Od.3.445: abs., Hdt.4.60, 103, And.1.126; κατάρχομαι μέν, σφάγια δ' ἄλλοισιν μέλει I begin the rite, but leave the slaughter of the victim to others, E.IT40; ἐπὶ τῶν θυσιῶν κριθαῖς κ. D.H.2.25: c. gen., κατάρχεσθαι τοῦ τράγου make a beginning of the victim, i. e. consecrate him for sacrifice by cutting off the hair of his forehead, Ar.Av. 959; ἐπεὶ δὲ αὐτοῦ (sc. Ἡρακλέος)πρὸς τῷ βωμῷ κατάρχοντο Hdt.2.45
; πῶς δ' αὖ κατάρξῃ θυμάτων; E.Ph. 573, cf.IT56, 1154;κατάρξασθαι τῶν ἱερῶν D.21.114
: metaph.,σκυτάλην λαβών μου κατήρξατο Luc.Somn.3
, cf. Plu.Caes.66:—so later in [voice] Act., Hld.2.34, al.b sacrifice, slay, ξίφει, φασγάνῳ κ., E.Alc.74, El. 1222 (lyr.):— [voice] Pass., ᾗ (sc. τῇ θεᾷ) σὸν κατῆρκται σῶμα hath been devoted, Id.Heracl. 601.III [voice] Act., rule, govern, c. gen., Alciphr.3.44 (s.v.l.).IV κατάρξω ὑμᾶς ἐν σκορπίοις will chastise you.., LXX 3 Ki.12.24r.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατάρχω
См. также в других словарях:
προσβολῆς — προσβολή application fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αεροτομή — Σώμα που έχει κατάλληλο σχήμα, ώστε όταν βρίσκεται σε σχετική κίνηση ως προς τον αέρα να παράγει δύναμη κάθετη στην κίνηση (άντωση) πολύ μεγαλύτερη από την αντίσταση στην κίνηση. Η πτήση ενός αεροσκάφους εξαρτάται από τη χρησιμοποίηση α. στις… … Dictionary of Greek
προσβολή — η, ΝΜΑ [προσβάλλω] έφοδος, εφόρμηση (α. «έγινε προσβολή με άρματα μάχης» β. «καὶ προσβολαὶ... ἐγίγνοντο τῶν Ἀθηναίων ἱππέων», Θουκ.) νεοελλ. 1. βλάβη τής υγείας («προσβολή τού νευρικού συστήματος») 2. υβριστική συμπεριφορά («μού έκανε μεγάλη… … Dictionary of Greek
ηθική βλάβη — (Νομ.). Η βλάβη που δημιουργείται με τη διατάραξη του εσωτερικού κόσμου του ανθρώπου από τον σωματικό και ψυχικό πόνο. Το δίκαιο καλύπτει την η.β. και προβλέπει τη χρηματική ικανοποίησή της υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Σύμφωνα με τις διατάξεις του … Dictionary of Greek
βλάβη — Η κατά παράβαση του νόμου, ή συμβατικής υποχρέωσης, πρόκληση ζημίας σε άλλο πρόσωπο. Προϋποτίθεται ότι μεσολάβησε προσβολή ενός ξένου συμφέροντος που προστατεύεται από το δίκαιο. Η προσβολή αυτή μπορεί να προέρχεται είτε από τη μη εκπλήρωση… … Dictionary of Greek
πνευματική ιδιοκτησία — Η προστασία που παρέχεται από την εσωτερική και τη διεθνή έννομη τάξη στα έργα του πρωτότυπου επιστημονικού και καλλιτεχνικού χαρακτήρα. Η προστασία αυτή αναφέρεται τόσο στην ακεραιότητα και στην οικονομική χρησιμοποίηση του έργου, όσο και στην… … Dictionary of Greek
αεροπλάνο — Αεροσκάφος βαρύτερο από τον αέρα, που διατηρείται σε πτήση χάρη στην αεροδυναμική δράση που ασκείται πάνω στις πτέρυγές του, εξαιτίας της ταχύτητας που τού προσδίδει το σύστημα προώθησης. Υπάρχουν πολλοί τύποι επιβατικών, μεταφορικών και… … Dictionary of Greek
κάπνισμα — I Εισπνοή καπνού, προερχόμενου από καιόμενη ουσία (όπως τα φύλλα του ομώνυμου φυτού). Αποτελεί μία συνήθεια που προήλθε από τους γηγενείς της αμερικανικής ηπείρου. Ως τρόποι κ. αναφέρονται το τσιγάρο, η πίπα, το πούρο και –καταχρηστικά, επειδή η… … Dictionary of Greek
σκλήρυνση — η / σκλήρυνσις, ύνσεως, ΝΑ [σκληρύνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκληρύνω, η μετατροπή τής σύστασης ενός σώματος προς το σκληρότερο νεοελλ. 1. μτφ. α) η μεταβολή τής συμπεριφοράς ενός ατόμου προς το αυστηρότερο β) η τροπή τής διάθεσης ή τής … Dictionary of Greek
φωτογραφία — Φυσικοχημική μέθοδος με την οποία αποτυπώνονται μόνιμα οι εικόνες πραγματικών αντικειμένων, καθώς αυτές σχηματίζονται ως είδωλα σε ένα σκοτεινό θάλαμο. Οι εικόνες που λαμβάνονται μπορεί να είναι ασπρόμαυρες ή έγχρωμες. Σχηματικά μπορούμε να… … Dictionary of Greek
ύβρις — (I) εως, η / ὕβρις, ΝΜΑ, τ. γεν. και εος και επικ. και ιων. τ. ιος, Α 1. έκφραση, λόγος ή πράξη που προσβάλλει την αξιοπρέπεια ή την τιμή κάποιου 2. (ιδίως στην αρχ. ελλ. τραγωδία και σχετικά με τον τραγικό ήρωα) αλαζονική και αυθάδης συμπεριφορά … Dictionary of Greek